- ράντζο
- το1. φορητό κρεβάτι που διπλώνει.2. αγρόκτημα στην Αμερική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ράντζο — (I) και ράτζο, το, και ράτζος, ο, Ν πτυσσόμενο, φορητό κρεββάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho]. (II) και ράτζο και ράντσο, το, Ν αγρόκτημα με αγροτική κατοικία στην Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho «μικρή φάρμα»] … Dictionary of Greek
Ερκμάν-Σατριάν — (Érckmann Chatrian). Όνομα με το οποίο υπέγραφαν τα έργα που έγραφαν μαζί δύο Γάλλοι συγγραφείς αλσατικής καταγωγής: ο Εμίλ Ερκμάν (Emile Erckmann, Φάλσμπουργκ, Μερτ 1822 – Λινεβίλ 1899) και ο Αλεξάντρ Σατριάν (Alexandre Chatrian, Σολντάτενταλ,… … Dictionary of Greek
ράντσο — το, Ν βλ. ράντζο (II) … Dictionary of Greek
ράτζο — το, Ν βλ. ράντζο (Ι) … Dictionary of Greek